- ίσωση
- η (Α ἴσωσις) [ισώ]η πράξη και το αποτέλεσμα τού ισώ*, η εξίσωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσώσῃ — ἰσώσηι , ἴσωσις making equal fem dat sg (epic) ἰσάζω make equal fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἰσόω make equal aor subj mid 2nd sg ἰσόω make equal aor subj act 3rd sg ἰσόω make equal fut ind mid 2nd sg ἰ̱σώσῃ , ἰσόω make equal futperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίσωση — η 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, ίσωση, ισοπέδωμα. 2. (μαθ.), ισότητα μεταξύ δύο μεταβλητών ποσών, που ισχύει μόνο αν δοθούν οι κατάλληλες τιμές σε ορισμένες ποσότητες (ή «άγνωστους») που περιέχονται σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)